father girl reading

Τρία χρόνια προετοιμασίας για τις πανελλαδικές. Ποιος ο ρόλος του γονέα στην προσπάθεια των παιδιών τους; (Οδηγίες προς ναυτιλλομένους – και προς νέους γονείς).

Το παιδί έχει πλέον μεγαλώσει και εκτός από τις αλλαγές που συμβαίνουν στο σώμα του με τις ορμόνες να έχουν στήσει τον δικό τους χορό, έχει να αντιμετωπίσει και την πρόκληση του μέλλοντος.

Η πρόκληση για μια ζωή με ποιότητα και άνεση  είναι συνδεδεμένη στη συνείδηση σχεδόν όλων των γονέων με την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο. Στην περίπτωση που το παιδί δεν δείχνει ιδιαίτερο ζήλο στο διάβασμα, κάποιο τρίτο πρόσωπο καλείται να αναλάβει να βοηθήσει το έφηβο παιδί. Το πρόσωπο αυτό, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα, συνήθως είναι οι καθηγητές ιδιαίτερων ή ένας από τους γονείς.

Αν τον ρόλο αυτό έχει αναλάβει ο γονέας , εκεί αρχίζει ο Γολγοθάς του. Μετά από μια απαιτητική ημέρα στη δουλειά, και ενδεχομένως και στο σπίτι, κάθεται να «διαβάσει» το παιδί. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο γονέας δείχνει  περισσότερο ζήλο από το παιδί και μαθαίνει καλύτερα αυτά που θα έπρεπε να μάθει το παιδί. Στην περίπτωση που το ρόλο αυτό έχει αναλάβει ο καθηγητής ιδιαίτερου,  ο γονέας αρκετές φορές διαπιστώνει ότι παρά την διάθεση του καθηγητή η γνώση δε μεταδίδεται.  Αυτό είναι το πλαίσιο που εύκολα οδηγεί σε συγκρούσεις που μεγαλώνουν το ούτως ή άλλως μεγάλο χάσμα μεταξύ γονέα και εφήβου. Συγνώμη αγαπητοί γονείς που θα σας στενοχωρήσω  αλλά μάλλον άδικα προσπαθείτε και άδικα δημιουργείτε εντάσεις.

Η δυσκολία του εφήβου να κατανοήσει τις σκέψεις των γονέων και η αντίσταση του να αποτραβηχτεί από τις μέχρι εχθές καθημερινές του ασχολίες, ώστε να αφιερωθεί αποκλειστικά και μόνο στο διάβασμα, έχει τις ρίζες της στο παρελθόν και δεν μπορεί να αλλάξει με μια κουβέντα. Αρκεί ίσως να καταλάβουμε την διαδικασία της μάθησης ώστε να καταλάβουμε το γιατί. Οι άνθρωποι μαθαίνουν από την παρατήρηση. Αυτό είναι γνωστό εδώ και χιλιάδες  χρόνια, και έχει αποδειχθεί και επιστημονικά. Όχι όμως μόνο οι άνθρωποι, αλλά και όλα τα πλάσματα με υψηλό πηλίκο εγκεφαλοποίησης (EQ).  Η επιστημονική έρευνα έχει να μας δείξει πολλά τέτοια παραδείγματα μάθησης σε είδη πιθήκων, κορακιών , δελφινιών κ.α. Σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης,  η μάθηση δεν συμβαίνει μόνο μέσω ατομικής εμπειρίας και προσπάθειας, αλλά επίσης μέσω της παρατήρησης και της αλληλεπίδρασης με άλλα άτομα στο περιβάλλον μας. Τα παιδιά και οι έφηβοι επηρεάζονται  σημαντικά από τις συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσονται, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων με τους γονείς, των συνομηλίκων και των εκπαιδευτικών. Η θεωρία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης υπογραμμίζει τη σημασία των κοινωνικών σχέσεων και των επιπτώσεών τους στη μάθηση. Τα παιδιά μαθαίνουν και αναπτύσσονται μέσω των διαδικασιών της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, όπως η παρατήρηση, η μιμητισμός, η κοινωνική ανάκριση και η ανάδραση από άλλους.

 Έχοντας αυτή την γνώση ας  εξετάσουμε ποιο είναι το περιβάλλον που έχει μεγαλώσει το παιδί. Είναι ένα περιβάλλον όπου οι άνθρωποι που γνωρίζει στα πρώτα του χρόνια και που αποτελούν το κοντινό του περιβάλλον έχουν σχέση με το διάβασμα; Του έχουν δημιουργήσει μια καλή και κοντινή σχέση με το βιβλίο;

Image 4

 Του έχουν διαβάσει παραμύθια σε καθημερινή βάση; Το έχουν βοηθήσει με την ανάγνωση; Συζητούν για βιβλία ή πράγματα που έχουν διαβάσει μεταξύ τους αλλά και με το παιδί; Υπάρχει μια σταθερότητα στην σχέση με το βιβλίο και την μάθηση; Αν όχι τότε εκεί βρίσκεται  η αρχή του προβλήματος. Όταν το παιδί δεν αγαπήσει τον κόσμο του βιβλίου και αφεθεί να μεγαλώνει από την τηλεόραση και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, αυτή η σχέση είναι πάρα πολύ δύσκολο να αλλάξει στην εφηβεία. Σύμφωνα με την θεωρία της ροής οι άνθρωποι επιτυγχάνουν μια κατάσταση ροής ή βέλτιστης εμπειρίας, όταν ασχολούνται με δραστηριότητες που εξισορροπούν τέλεια την πρόκληση με το επίπεδο δεξιοτήτων. Τα ηλεκτρονικά παιχνίδια έχουν σχεδιαστεί για να προκαλούν αυτή την κατάσταση μέσω προσαρμοστικών προκλήσεων, σαφών στόχων και άμεσης ανατροφοδότησης, καθιστώντας τα βαθιά ελκυστικά. Το διάβασμα, ενώ είναι σίγουρα ικανό να προκαλέσει ροή, μπορεί να μην ταιριάζει πάντα με το επίπεδο δεξιοτήτων ή το ενδιαφέρον του αναγνώστη με την ίδια ακρίβεια όπως τα παιχνίδια. Σαφώς και δεν προτείνεται να κάνουμε τα παιδιά ψηφιακά αγράμματα, κάθε άλλο μάλιστα. Στην σημερινή εποχή η ψηφιακή κατάρτιση είναι απαραίτητη. Όλα όμως πρέπει να γίνονται με μέτρο, επίβλεψη, και να υπάρχει ιεράρχηση των αναγκών και της απασχόλησης. Σίγουρα το παιχνίδι βοηθά στην δημιουργία υγιών ενηλίκων αλλά όχι όταν αυτό είναι ανεξέλεγκτο και αφιλτράριστο.

Αν σήμερα ζείτε την κατάσταση που αναφέρθηκε στην αρχή του άρθρου,  ίσως είναι προτιμότερο αντί να προσπαθείτε μάταια να «ανοίξετε το κεφάλι του παιδιού σας  και να βάλετε μέσα» το περιεχόμενο των βιβλίων, να κάνετε μια ειλικρινή συζήτηση μαζί του και  να το βοηθήσετε να βρει τι θέλει να κάνει στη ζωή του. Το επόμενο βήμα είναι να σχεδιάσετε μαζί τις δράσεις που απαιτούνται για φτάσει εκεί  και να το βοηθήσετε σε μια ειλικρινή προσπάθεια να το επιτύχει. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε, η ευτυχία στη ζωή δεν έρχεται αποκλειστικά μέσα από έναν Πανεπιστημιακό τίτλο.

Βιβλιογραφία

Bandura, A., & Wessels, S. (1994). Self-efficacy.

Bandura, A., & Walters, R. H. (1977). Social learning theory (Vol. 1). Prentice Hall: Englewood cliffs.

Csikszentmihalyi, M., Csikszentmihalyi, M., Abuhamdeh, S., & Nakamura, J. (2014). Flow. Flow and the foundations of positive psychology: The collected works of Mihaly Csikszentmihalyi, 227-238.

Hunt, G. R. (1996). Manufacture and use of hook-tools by New Caledonian crows. Nature379(6562), 249-251.

Jerison, H. J. (1994). Evolution of the brain. In Neuropsychology (pp. 53-82). Academic Press.

Jerison, H. J. (1988). Brain size. In Comparative Neuroscience and Neurobiology (pp. 15-17). Boston, MA: Birkhäuser Boston.

Marino, L. (1996). What can dolphins tell us about primate evolution?. Evolutionary Anthropology: Issues, News, and Reviews: Issues, News, and Reviews5(3), 81-86.

Nakamura, J., & Csikszentmihalyi, M. (2002). The concept of flow. Handbook of positive psychology89, 105.

Van Schaik, C. (2006). Why are some animals so smart?. Scientific American294(4), 64-71